«Ενα πρωί ξεκίνησα να πάω στο σχολείο και, όσο πλησίαζα, ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Ηθελα να βάλω τα κλάματα. Δεν ήταν ότι ήμουν αδιάβαστος. Αυτό που φοβόμουν ήταν η ώρα του διαλείμματος. Εκείνη την ώρα υπάρχει πάντα ο χρόνος να συγκρίνω τον εαυτό μου με άλλους εφήβους και την οικογένειά μου με άλλες οικογένειες. Δεν άντεχα να το ζω άλλο αυτό κάθε μέρα. Με έπνιγε».
Ο 17χρονος Δημήτρης αποφάσισε να καλέσει τη Γραμμή της Μονάδας Εφηβικής Υγείας, αναζητώντας βοήθεια από τους ειδικούς. Λίγο μετά αφότου έληξε η σχολική περίοδος, σκέφθηκε ότι θα του ήταν πιο εύκολο να μιλήσει για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε τους τελευταίους μήνες να αρνείται το σχολείο. Η περίπτωσή του, ωστόσο, δεν είναι η μοναδική, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της Μονάδας Εφηβικής Υγείας της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ του Νοσοκομείου Παίδων, ένα ποσοστό περίπου 10% των Ελλήνων μαθητών αποφασίζει έστω και για κάποια περίοδο να εγκαταλείψει το σχολείο.
«Η απόφαση αυτή συνήθως έρχεται σταδιακά. Πολύ συχνά συνδέεται με την υπερβολική ενασχόληση του μαθητή με τον υπολογιστή και το Διαδίκτυο, ενώ άλλες φορές έχει να κάνει με τον εκφοβισμό που υφίσταται στο σχολείο», λέει στην «Κ» η Αρτεμις Τσίτσικα, επιστημονική υπεύθυνη της μονάδας και επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής Ιατρικής, τονίζοντας πως στις περισσότερες περιπτώσεις η άρνηση συνδέεται και με το οικογενειακό περιβάλλον. «Η μαθησιακή διαδικασία είναι μια συναισθηματική διαδικασία, οπότε ένα παιδί που αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα στο σπίτι έχει το μυαλό του συνεχώς εκεί. Θέλει να βρίσκεται στο σπίτι γιατί αρχίζει να νιώθει πως μόνο έτσι θα μπορέσει να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη».
Στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας, η τηλεφωνική γραμμή 800 11 800 15, που λειτουργεί καθημερινά, δέχεται κλήσεις παιδιών που αναζητούν κάποια διέξοδο. Πολλά από αυτά φθάνουν έως τα γραφεία της μονάδας προσπαθώντας μέσα από το ειδικό πρόγραμμα «Schoolers» και τις συνεδρίες με τους ψυχολόγους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
«Η σχολική άρνηση ξεκινάει συνήθως από το Γυμνάσιο, ωστόσο τα περισσότερα περιστατικά που φθάνουν εδώ αφορούν κυρίως μαθητές Λυκείου», λέει στην «Κ» η ψυχολόγος Σίσσυ Νικολάου, που συνεργάζεται με τη μονάδα. «Συνήθως η πρώτη απάντηση στο γιατί το κάνουν είναι “βαριέμαι”. Οι έφηβοι χρησιμοποιούν συχνά το ρήμα γιατί σε αυτό συγκεντρώνουν όλα τα συναισθήματά τους. Και η θλίψη είναι “βαριέμαι” και ο θυμός είναι “βαριέμαι”. Με το πέρασμα του χρόνου, συζητώντας μαζί τους, αναδεικνύονται οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους αρνούνται τη σχολική διαδικασία».
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της μονάδας, το 60,9% των περιστατικών αφορά αγόρια. Η μέση ηλικία είναι τα 15,1 έτη, ενώ ως προς το προφίλ των γονέων το 50,8% έχει λάβει ανώτατη εκπαίδευση. Ιστορικό σχολικού εκφοβισμού διαπιστώθηκε συχνότερα στα κορίτσια και συμπεριφορές εξάρτησης από το Διαδίκτυο στα αγόρια.
Δεν είναι όμως μόνο τα περιστατικά που γνωρίζουμε, είναι κι εκείνα που δεν θα καταγραφούν ποτέ. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που περιγράφονται με τον όρο «neets», δηλαδή ανεκπαίδευτοι, ανειδίκευτοι και άνεργοι. «Κοιτώντας το ιστορικό αυτών των παιδιών στην ηλικία των 19 και των 20, θα δούμε ότι έχουν περάσει περιόδους κατά τις οποίες αρνούνταν να πάνε στο σχολείο, ωστόσο ποτέ δεν αναζήτησαν βοήθεια. Επομένως συμπεραίνουμε πως το πραγματικό ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο από αυτό που γνωρίζουμε», λέει η κ. Νικολάου.
Προληπτικές παρεμβάσεις
Η σχολική άρνηση, εκτιμούν οι επιστήμονες της Μονάδας Εφηβικής Υγείας του Παίδων, αυξάνει τον κίνδυνο οριστικής διακοπής της φοίτησης. Η κ. Τσίτσικα τονίζει πως το «κλειδί» είναι να δοθούν κίνητρα δημιουργικότητας μέσα από την εκπαίδευση: «Είναι σημαντική η ανάγκη σχεδιασμού προληπτικών παρεμβάσεων τόσο στο περιβάλλον του σχολείου όσο και σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, με έμφαση στην ενδυνάμωση των γονέων στη χώρα μας».